ταβλαμπάς

ταβλαμπάς
ο
πληθ. -άδες (λ. τουρκ.)
1. κληρικός (παπάς ή καλόγερος) μεγαλόσωμος και χοντρός (πρβλ. νταγλαράς).
2. ράθυμος, τεμπέλης, αμελής: Το πρωί όταν ξυπνάει είναι ταβλαμπάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταβλαμπάς — και ταυραμπάς, ο, Ν μεγαλόσωμος και παχύσαρκος ιερέας ή μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταυραμπάς < ταύρος + αβάς, ενώ ο τ. ταβλαμπάς, κατά μία άποψη, είναι δ. γρφ. τού ταυραμπάς, κατ άλλη άποψη, έχει προέλθει από το τουρκ. tavlabas] …   Dictionary of Greek

  • ταυραμπάς — ο, Ν βλ. ταβλαμπάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”